υπηρέτρια

υπηρέτρια
και υπηρέτρα, η, Ν
βλ. υπηρέτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπηρετριούλα — η Ν [υπηρέτρια] μικρή, μικρόσωμη ή χαριτωμένη υπηρέτρια …   Dictionary of Greek

  • αερίστρα — η [αερίζω] 1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα τού αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων 2. βεντάλια, αεριστήρι …   Dictionary of Greek

  • αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • βάγια — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * η (Α βαΐα, Μ βάια και βάγια) 1. τροφός,… …   Dictionary of Greek

  • βαλανίς — βαλανίς, η (Α) (θηλ. του βαλανεύς) 1. υπηρέτρια σε λουτρά 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανεύς (σημ. 1.) και < βάλανος (σημ. 2)] …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • δαν — I Βιβλικό πρόσωπο (εβρ. = έκρινε). Το πέμπτο από τα δώδεκα παιδιά του Ιακώβ που γεννήθηκε από την ένωσή του με μια υπηρέτρια της γυναίκας του Ραχήλ. II Αρχαία φυλή του Ισραήλ. Μετά την απελευθέρωση του ισραηλιτικού λαού από τη δουλεία της… …   Dictionary of Greek

  • δμωή — και δμῳή, η (Α) 1. αιχμάλωτη πολέμου 2. υπηρέτρια, δούλα 3) (για άψυχα) εργαλείο, όργανο («δμωὴν... μάκελλαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. θηλ. του δμως*] …   Dictionary of Greek

  • δουλίς — δουλίς, η (AM) δούλα, σκλάβα μσν. υπηρέτρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”